- αετόδρομος
- -η, -ο (Μ ἀετόδρομος, -ον)αυτός που πετά, που ορμά σαν αετόςλέγεται συνήθως με τη σημ. «ορμητικός, ανδρείος».[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀετός + -δρομος < δραμεῖν απρμφ. αορ. β' τών ρημάτων θέω, τρέχω].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αετός — Ονομασία πολλών ημερόβιων αρπακτικών πτηνών, που έχουν προικιστεί με οξύτατη όραση και με κυρτό και γαμψό στην άκρη ράμφος. Τα πόδια του α. έχουν τέσσερα δάχτυλα, τρία μπροστά και ένα πίσω, με νύχια αγκιστροειδή, με τα οποία αρπάζει και… … Dictionary of Greek